- πεταυριστής
- ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι]ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετευριστής — ὁ, Α βλ. πεταυριστής … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek